- καρπώσῃ
- καρπώσηι , κάρπωσιςusefem dat sg (epic)καρπόωbear fruitaor subj mid 2nd sgκαρπόωbear fruitaor subj act 3rd sgκαρπόωbear fruitfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρπωση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καρπώνομαι, νομή, εκμετάλλευση: Έχει την κάρπωση του κτήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάρπωση — Η χρήση και η απόκτηση των προϊόντων που παράγει ένα αστικό ακίνητο, δηλαδή η είσπραξη των μισθωμάτων ή η ιδιοκατοίκηση καθώς και η άντληση υλικών οφελών από τα προϊόντα αγρών. Στην περίπτωση της νομής δημιουργείται εκ των πραγμάτων δικαίωμα κ.… … Dictionary of Greek
αγροληψία — Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. είναι η μίσθωση αγροτικού κτήματος κατά την οποία το μίσθωμα για την παραχωρούμενη χρήση και κάρπωση δεν καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πάντοτε σε ποσοστό από τους παραγόμενους καρπούς. Ο μισθωτής αγρολήπτης… … Dictionary of Greek
αγρομίσθωση — η (Νομ.) σύμβαση αμφοτεροβαρής ενοχικού δικαίου*, κατά την οποία ο εκμισθωτής αγροτικού κτήματος υποχρεούται να καταχωρήσει τούτο στον μισθωτή για χρήση και κάρπωση, σύμφωνα με τους όρους τής τακτικής εκμεταλλεύσεως, ο δε μισθωτής να τού… … Dictionary of Greek
επαύρεσις — ἐπαύρεσις, η (Α) [επαυρώ] απόλαυση τού καρπού ενός πράγματος, ωφέλεια ή ζημία από κάτι, κάρπωση («ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῑσθαι», Θουκ.) … Dictionary of Greek
επικαρπία — Το εμπράγματο δικαίωμα ενός δικαιούχου (επικαρπωτή) να χρησιμοποιεί και να νέμεται ένα πράγμα ή ιδανικό μέρος πράγματος (καθώς και απαιτήσεις, ομολογίες κλπ.) που ανήκουν σε άλλο πρόσωπο και να απολαμβάνει τους καρπούς του, διατηρώντας όμως… … Dictionary of Greek
καρπεία — καρπεία, ἡ (Α) [καρπεύω] 1. η απολαβή, η κάρπωση («καρπεία τῶν κρεῶν», Πολ.) 2. στον πληθ. αἱ καρπεῑαι οι μισθοί … Dictionary of Greek
καρπείον — καρπεῑον, τὸ (Α) [καρπεύω] 1. ο καρπός 2. η κάρπωση … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
επικαρπία — η (νομ.), το δικαίωμα που δίνεται σε κάποιον να μεταχειρίζεται και να εκμεταλλεύεται ξένο πράγμα, κάρπωση, νομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)